Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί αύξηση των κλινικών μελετών και ερευνών για την αποτελεσματικότητα της Ρεφλεξολογίας.

  • Σε τι μας βοηθάει η γνώση αυτών των ερευνών;
  • Πρόκειται μόνο για την ακαδημαϊκή μας ενημέρωση;
  • Πρόκειται μόνο για μια «απάντηση» σε κάποιον που θέλει πιο επιστημονικά στοιχεία για τη Ρεφλεξολογία;
  • Στην καθημερινή επαγγελματική μας πρακτική, που βρίσκεται το όφελος;
  • Αξίζει τον κόπο και το χρόνο που θα διαθέσουμε για να μάθουμε τι γίνεται σε επίπεδο ερευνών για τη δουλειά μας, πέρα από την απλή ενημέρωσή μας;

Μαζί με την ανάπτυξη στο πεδίο των ερευνών, αρχίζει να γίνεται συζήτηση για την ανάπτυξη των ικανοτήτων μας σε σχέση μ αυτό το πεδίο.  Τι ικανότητες ή δεξιότητες όμως απαιτεί αυτό;

  • Την ικανότητα να εντοπίζουμε τις πηγές πληροφόρησης.
  • Την ικανότητα να διακρίνουμε τα στοιχεία που μας δίνει η κάθε πηγή.
  • Την ικανότητα να αναζητούμε τις έρευνες. 
  • Την ικανότητα να τις διαβάζουμε σωστά.
  • Την ικανότητα να χρησιμοποιούμε κάθε αποτέλεσμα – θετικό ή αρνητικό – για πιο αποτελεσματική άσκηση της Ρεφλεξολογίας.
  • Την ικανότητα να μπορούμε να συνδυάζουμε όλες αυτές τις πληροφορίες και τα στοιχεία, ανά περίπτωση και συνθήκη.

Πόσες και ποιες είναι οι πηγές απ τις οποίες μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες;

Α. Προσωπική επαφή με τον δέκτη.
Έχουμε τα στοιχεία που μας δίνει ο ίδιος για το τι νιώθει και για τα συμπτώματά του (1).
Έχουμε – από τον ίδιο – την πληροφόρηση για την ιατρική διάγνωση (2) – αν υπάρχει.
Στη συνέχεια έχουμε τα αρχικά «στοιχεία» που μας δίνουν τα πέλματα (3).
Κατά τη διάρκεια της εφαρμογής της Ρεφλεξολογίας, έχουμε τα στοιχεία που μας δίνει ο δέκτης από τις πιέσεις μας στα πέλματα. Τα ευαίσθητα σημεία και το πώς νιώθει σε συγκεκριμένες πιέσεις συγκεκριμένων σημείων – ανακούφιση, ενόχληση, κ.οκ (4).
Και εν τέλει, έχουμε τα στοιχεία που μας δίνει ο δέκτης για τη συνολική πορεία του οργανισμού του και την πορεία των συμπτωμάτων (5), δηλαδή, τ
ις αλλαγές που νιώθει και το πώς βιώνει ο οργανισμός του αυτές τις αλλαγές.

Κάθε φορά, συνυπολογίζουμε τα στοιχεία 1,2,3,4 και 5. Παρατηρούμε και μεις τις αλλαγές και τις αντιδράσεις. Κάθε φορά, προσαρμόζουμε τόσο τις πιέσεις όσο και τα αντανακλαστικά σημεία, για να συμβαδίζουμε με τα στοιχεία που λαμβάνουμε.

Αυτή η διαδικασία απαιτεί ήδη συνδυαστική σκέψη. Απαιτεί διαρκή παρατήρηση και διαρκή αναζήτηση. Απαιτεί τη στενή συνεργασία του Ρεφλεξολόγου και του δέκτη όχι μόνο κατά τη διάρκεια της συνεδρίας. Αυτό δηλαδή που ονομάζουμε ανατροφοδότηση ή όπως είναι ευρέως γνωστό ως feedback. Σε κάθε δράση έχω την πληροφορία για το τι προκάλεσε αυτή η δράση και ανάλογα με το στόχο και το ζητούμενο, διατηρώ ή αναπροσαρμόζω το σχεδιασμό μου.
Αυτή η πηγή – ο δέκτης -είναι η πιο άμεση και μας δίνει τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για τον εκάστοτε συγκεκριμένο άνθρωπο και τα συγκεκριμένα συμπτώματα ή προβλήματα που έχει και  πως τα βιώνει. 

Β. Βιβλιογραφικές πηγές.  Σ αυτές περιλαμβάνονται, βιβλία, άρθρα, μελέτες, έρευνες και κλινικές δοκιμές.
Σε βιβλία, άρθρα και μελέτες μπορούμε να βρούμε στοιχεία για κάποιο σύμπτωμα, για κάποιο πρόβλημα και τρόπους που αντιμετωπίστηκε από άλλους.  Μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες για τη μεθοδολογία που ακολούθησαν άλλοι και διαφορετικές προσεγγίσεις του προβλήματος. Μπορούμε να βρούμε έρευνες ποσοτικές ή ποιοτικές σχετικά με τη Ρεφλεξολογία γενικότερα. Μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες από μελέτες περίπτωσης που έχουν δημοσιευτεί ή ανακοινώνονται σε ημερίδες ή συνέδρια. Ακόμα και από περιστατικά που δεν έχουν δημοσιευτεί αλλά αποτελούν υλικό ανταλλαγής απόψεων και εμπειριών.Πηγές Πληροφοριών

Μια σημαντική πηγή πληροφοριών, αποδεκτή και από την ευρύτερη κοινότητα των λειτουργών υγείας, είναι οι «κλινικές δοκιμές» ή «κλινικές μελέτες».
Οι προσωπικές μαρτυρίες και εμπειρίες τόσο των Ρεφλεξολόγων όσο κι αυτών που δέχονται Ρεφλεξολογία, δε μπορούν να μετρηθούν σε ευρεία κλίμακα χωρίς τη χρήση των «εργαλείων» που προσφέρει μια κλινική μελέτη.
Στις κλινικές μελέτες έχουμε τη δυνατότητα να μετρήσουμε πολλές παραμέτρους ξεχωριστά. Έχουμε τη δυνατότητα να εξάγουμε συμπεράσματα θετικά ή αρνητικά αλλά σε κάθε περίπτωση χρήσιμα.
Σ αυτό το σημείο θα πρέπει να συνυπολογίσουμε βεβαίως και τους παράγοντες ή τις παραμέτρους εκείνες που δε μπορούν να είναι απόλυτα μετρήσιμες. Ο πόνος, η προσωπική επαφή, το άγγιγμα, είναι πολύ προσωπικά βιώματα για να μπορούν να μετρηθούν σε απόλυτους αριθμούς.

 Οι κλινικές μελέτες μπορούν να μας δώσουν διάφορες κατηγορίες πληροφοριών,  ανάλογα με το ποιο είναι το ζητούμενό μας κάθε φορά. Οι κατηγορίες αυτές συνοψίζονται στις παρακάτω:

α.  Το ερώτημα της έρευνας
β.  Τη μεθοδολογία της έρευνας
γ.  Το σχεδιασμό της έρευνας
δ.  Το δείγμα
ε.  Τη συχνότητα εφαρμογής
ς΄ Τη διάρκεια της εφαρμογής
ζ. Το είδος της πίεσης / χειρισμού
η. Την ένταση της πίεσης / χειρισμού
θ. Τον χρόνο πίεσης
ι. Τα συμπεράσματα

Ο συνδυασμός των στοιχείων από τις πηγές Α και Β και η χρήση τους ανάλογα με την κάθε περίπτωση, μπορεί να μας οδηγήσει σε αποτελεσματικότερη άσκηση της Ρεφλεξολογίας αλλά και την εξέλιξή της ώστε να έχει τη θέση που της αξίζει στο χώρο των υπηρεσιών φροντίδας της υγείας.

(θεματική συνέχεια αυτής της ανάρτησης, αποτελεί το άρθρο «Σε τι μας βοηθά…«